ξεγέννημα

ξεγέννημα
το [ξεγεννώ]
1. το αποτέλεσμα τού ξεγεννώ, γέννηση
2. βοήθεια σε ετοιμόγεννη να γεννήσει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεγέννημα — το, ατος γέννηση, τοκετός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λόχευσις — λόχευσις, ἡ (Μ) [λοχεύω] ξεγέννημα …   Dictionary of Greek

  • μαίευση — η (Α μαίευσις) [μαιεύω] το έργο τής μαίας ή τού μαιευτήρα, το ξεγέννημα …   Dictionary of Greek

  • μαιεία — μαιεία, ἡ (Α) [μαιεύομαι] το έργο τής μαίας, η μαίευση, το ξεγέννημα …   Dictionary of Greek

  • μάμος — ο ο ειδικός γιατρός που ασχολείται με το ξεγέννημα των γυναικών, ο μαιευτήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”